- εφέτης
- ο (ΑΜ ἐφέτης)ανώτερος δικαστής που δικάζει τις εφέσειςνεοελλ.δικαστικός λειτουργός που αποτελεί μέλος τού εφετείουμσν.-αρχ.1. ηγεμόνας, άρχοντας (α. «στυμφελοῑς ἐφέταις», Αισχύλ.β. μτφ. «ἐκκλησίας δομῆτορ... τῶν ἐφετών ἡ ἀκρότης, τῶν πιστῶν τὸ στήριγμα, μόνε φιλάνθρωπε», Μηναί.)2. δικαστής υποθέσεων φόνουαρχ.πληθ. oἱ ἐφέται(στην Αθήνα) αιρετή αρχή δικαστών οι οποίοι αποφάσιζαν σε περί φόνων δίκες («ἐάν δὲ τις ἀνδροφόνον κτείνῃ ἤ αἴτιος ᾖ φόνου... ἐν τοῑς αὐτοῑς ἐνέχεσθαι, διαγιγνώσκειν δὲ τοὺς ἐφέτας», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Υπάρχουν δύο ομότυπα σύνθετα με διαφορετική σημασίατο ένα είναι παράγωγο τού ρ. ἐφίημι (< επί + ἵημι «ρίπτω»), ενώ το άλλο τού ρ. ἐφίεμαι «επιθυμώ». Από το τελευταίο αυτό παράγεται το μοναδικό παράγωγο εφετμή].
Dictionary of Greek. 2013.